- ποταμώδης
- ποτᾰμώδης, ες,A like a river,
δάκρυον Eun.Hist.p.206D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δάκρυον Eun.Hist.p.206D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποταμώδης — ες, ΜΑ [ποταμός] μσν. (για τόπο) αυτός που βρίσκεται κοντά σε ποτάμι αρχ. μτφ. αυτός που ρέει άφθονα σαν ποτάμι («δάκρυον ποταμῶδες», Ευνάπ.) … Dictionary of Greek
ποταμῶδες — ποταμώδης like a river masc/fem voc sg ποταμώδης like a river neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek